φαρμακέμπορος

φαρμακέμπορος
ο
έμπορος χοντρικής πώλησης φαρμάκων, διευθυντής ή ιδιοκτήτης φαρμακαποθήκης (φαρμακεμπορείου).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαρμακέμπορος — ο, Ν ιδιοκτήτης φαρμακεμπορείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεμπορία — η, Ν εμπόριο φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεμπορείο — το, Ν (παλ. τ.) κατάστημα χονδρικής πώλησης φαρμάκων και άλλων χημικών ειδών, φαρμακαποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιο Νέων Ιδεών] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεμπόριο — το, Ν [φαρμακέμπορος] φαρμακεμπορία …   Dictionary of Greek

  • φαρμακοκάπηλος — ο, Ν (παλ. όρος) φαρμακέμπορος που παραβαίνει τους νόμους οι οποίοι ισχύουν σχετικά με το εμπόριο φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”